«Αναγνωρίζοντας την Κατάθλιψη»

 

Καραγιάννη Έφη

Ψυχολόγος, Msc Κλινικής Ψυχολογίας

Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας υπολογίζεται ότι περίπου εκατό εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο υποφέρουν από κατάθλιψη, ενώ ένα ποσοστό 10-25% του γενικού πληθυσμού θα παρουσιάσει κάποια στιγμή στη ζωή του ξεκάθαρα συμπτώματα της νόσου. Το γεγονός αυτό καθιστά την κατάθλιψη ένα από τα πιο συχνά και άρα σοβαρά προβλήματα δημόσιας υγείας. Η έγκαιρη και σωστή από μέρος του ατόμου αναγνώριση των συμπτωμάτων της νόσου είναι απαραίτητη, έτσι ώστε να απευθυνθεί άμεσα σε κάποιον ειδικό ψυχικής υγείας, να του παρασχεθεί αποτελεσματική αντιμετώπιση και θεραπεία και να εξασφαλίσει καλή διαπροσωπική, κοινωνική και επαγγελματική λειτουργικότητα.
Αν και ο όρος «κατάθλιψη» χρησιμοποιείται για ένα ευρύ φάσμα συναισθηματικών καταστάσεων, αυτό που θα πρέπει αρχικά να διευκρινιστεί είναι ότι η κατάθλιψη δεν θα πρέπει να συγχέεται με τη στενοχώρια ή τη λύπη, που όλοι οι άνθρωποι αισθάνονται φυσιολογικά αρκετές φορές στη διάρκεια της ζωής τους. Η διαφορά ανάμεσα στην θλίψηκαι την κατάθλιψη δεν είναι απλώς ποσοτική αλλά κυρίως ποιοτική. Δεν έχει να κάνει απλά με τη σοβαρότητα, τη συχνότητα και την ένταση των καταθλιπτικών συμπτωμάτων, αλλά σχετίζεται επιπλέον με το πώς η κατάσταση αυτή επηρεάζει τη ζωή και τη λειτουργικότητα του ατόμου και των γύρω του.
Σε έναν καταθλιπτικό ασθενή η καταθλιπτική διάθεση μπορεί να μην είναι πάντα εμφανής ή παρούσα, αλλά άλλα συμπτώματα να στοιχειοθετούν τη διάγνωση. Τα καταθλιπτικά συμπτώματα είναι πολυάριθμα και συνδέονται με αρκετές πλευρές της ανθρώπινης λειτουργίας. Παρατηρούνται:

  • Συμπτώματα σχετικά με το συναίσθημα: λύπη, θλίψη, άγχος, ενοχές, θυμός, εχθρότητα, εκνευρισμός, ευερεθιστότητα. Το άτομο αναφέρει συχνά ότι νιώθει θλίψη, απογοήτευση, απελπισία κ.α. Η καταθλιπτική αυτή διάθεση φαίνεται να κυριαρχεί στη ζωή του και να μην του αφήνει χώρο για θετικά συναισθήματα.
  • Συμπτώματα συμπεριφοράς: διέγερση, ψυχο-κινητική επιβράδυνση, αργή ομιλία και σκέψη, κλάμα. Συχνά στην κατάθλιψη τα άτομα εμφανίζουν αργό ρυθμό στη σκέψη, την ομιλία και τις κινήσεις. Κάποια άλλα άτομα όμως – ιδιαίτερα τα ηλικιωμένα – μπορεί να βιώνουν ένταση και εκνευρισμό, να φωνάζουν ή να παραπονιούνται έντονα.
  • Συμπτώματα γνωστικά: μειωμένη ικανότητα σκέψης και αδυναμία συγκέντρωσης.
  • Συμπτώματα οργανικά: διαταραχή στην όρεξη, στον ύπνο, απώλεια ενέργειας και εξάντληση, έλλειψη ευχαρίστησης, μείωση σεξουαλικού ενδιαφέροντος. Το άτομο μπορεί να εμφανίζει αϋπνίες ή κάποιες φορές και υπερυπνίες, να παρουσιάζει ανορεξία και ίσως απώλεια βάρους ή σπανιότερα να καταναλώνει μεγάλες ποσότητες τροφής.
  • Συμπτώματα σχετιζόμενα με την αυτοκαταστροφικότητα: αυτοτραυματισμοί, σκέψεις ή απόπειρες αυτοκτονίας.
  • Στάση απέναντι στο εαυτό και τους άλλους: αυτομομφή, χαμηλή αυτοεκτίμηση, αίσθημα ανικανότητας, απαισιοδοξίας και απελπισίας. Βασικό χαρακτηριστικό του καταθλιπτικού ατόμου είναι ότι στρέφει το μεγαλύτερο μέρος των αρνητικών του συναισθημάτων προς τον εαυτό του, με αποτέλεσμα να τον απεχθάνεται με τρόπο που δεν αναλογεί στις πραγματικές του αδυναμίες. Βασανίζεται από μία διαρκή αίσθηση ότι έχει κάνει κάτι κακό ή ότι κάτι δεν έχει κάνει καλά και φορτώνει τον εαυτό του με παράλογες τύψεις και ενοχές. Νιώθει ότι είναι ανάξιο, ασήμαντο και αδιάφορο για τους άλλους. Επειδή ακριβώς βρίσκεται σε ετοιμότητα να πιστέψει το χειρότερο για τον εαυτό του, το καταθλιπτικό άτομο είναι πολύ ευαίσθητο στην αρνητική κριτική. Πολύ συχνά επιχειρεί να ευχαριστήσει τους άλλους σε βάρος δικό του, ενώ όταν δεν μπορεί να το κάνει, αναλώνεται συνεχώς σε εκφράσεις του τύπου «νιώθω πολύ άσχημα που δεν μπορώ να κάνω κάτι για σένα» ή «τελικά δεν μπορώ να είμαι χρήσιμος πουθενά».

Μέσα από ποιους όμως ψυχολογικούς παράγοντες και μηχανισμούς θεωρούν οι ειδικοί ψυχικής υγείας ότι οδηγούνται τα καταθλιπτικά άτομα στην παραπάνω εικόνα για τον εαυτό τους;
Είναι πλέον ευρέως αποδεκτό ότι τα αρνητικά συναισθήματα που τα καταθλι-πτικά άτομα έχουν για τον εαυτό τους συνδέονται με «λάθη λογικού συλλογισμού», με αρνητικές σκέψεις και αρνητική ερμηνεία των καταστάσεων. Τα άτομο που εμφανίζει κατάθλιψη διατηρεί μία αρνητική θεώρηση για τον εαυτό του, τον κόσμο του και για το μέλλον του. Αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως ανεπαρκή και ανάξιο, ενώ τον κόσμο γύρω του τον βιώνει υπερβολικά απαιτητικό, με ανυπέρβλητα εμπόδια και χωρίς ικανοποίηση. Παράπονα όπως «Όλοι πάντα περιμένουν από εμένα το ακατόρθωτο», «σε κάθε προσπάθειά μου υπάρχει ένα τεράστιο εμπόδιο», είναι πολύ συνηθισμένα και δείχνουν ακριβώς την έλλειψη ικανοποίησης από το περιβάλλον. Παράλληλα, αναμένει ότι οι δυσκολίες και τα προβλήματα θα μεγιστοποιηθούν στο μέλλον και θεωρεί βέβαιη την αποτυχία και τη ματαίωση. «Τίποτε δεν πρόκειται να μου πάει καλά», «το ξέρω το μέλλον μου, δεν έχω τίποτε να περιμένω».
Οι αρνητικές αυτές σκέψεις επιμένουν, διότι τα άτομα με κατάθλιψη φαίνεται να έχουν διαμορφώσει κάποιες σταθερές πεποιθήσεις και αντιλήψεις, με τις οποίες κάθε φορά ερμηνεύουν την πραγματικότητα και τις εμπειρίες τους. Οι αντιλήψεις αυτές ως αρνητική προδιάθεση για το άτομο και το εμπλέκουν σε ένα φαύλο κύκλο, όπου η εμφάνιση καταθλιπτικών συμπτωμάτων είναι αναπόφευκτη. Τέτοιες «προβληματικές» αντιλήψεις είναι οι ακόλουθες:

  • Πρέπει πάντα να είμαι καλός.
  • Η αξία μου ως άτομο εξαρτάται από το τι οι άλλοι σκέπτονται για μένα.
  • Θα πρέπει πάντα να είμαι ικανός να κάνω τα πάντα μόνος μου.
  • Είτε είμαι απόλυτα πετυχημένος είτε είμαι μία αποτυχία.

Γίνεται λοιπόν φανερό, ότι ένα άτομο που έχει μία τέτοια πεποίθηση, εάν έρθει αντιμέτωπο με μία δυσκολία και χρειαστεί την βοήθεια των άλλων, στη συνέχεια θα νιώσει ανάξιο και άχρηστο και θα αναμένει με αγωνία την επόμενη φορά που θα αποτύχει.
Τα συλλογιστικά λάθη που οδηγούν σε μία τέτοια πρακτική μπορεί να είναι:

  • Αυθαίρετα συμπεράσματα: το άτομο φτάνει σε ένα συμπέρασμα μέσα από ανεπαρκή ή ανύπαρκτα στοιχεία: «Ο σύντροφός μου δεν μου τηλεφώνησε σήμερα. Μάλλον θα με έχει βαρεθεί».
  • Επιλεκτική αφαίρεση: το άτομο καταλήγει σε μία θέση λαμβάνοντας υπόψη του όχι όλα τα δεδομένα, αλλά επικεντρώνοντας την προσοχή του μόνο στα αρνητικά σημεία: «Ο προϊστάμενός μου δεν εκτιμά τη δουλειά μου, αφού εμένα δεν με προσφώνησε με το μικρό μου όνομα στη χθεσινή σύσκεψη».
  • Υπεργενίκευση: με βάση ένα και μόνο γεγονός το άτομο φτάνει σε γενικά συμπεράσματα: «για να μου κάνει παρατήρηση η σύζυγός μου για το χρώμα του κουστουμιού μου, πάει να πει ότι δεν της αρέσω».
  • Διχοτομική σκέψη: το καταθλιπτικό άτομο σκέπτεται με απόλυτο τρόπο του τύπου άσπρο ή μαύρο ή όλα ή τίποτα: «Αν με παρατήσει η γυναίκα μου, θα πεθάνω».

Όλα τα παραπάνω συνηγορούν στη διαπίστωση πως αυτό από το οποίο κυρίως πάσχει το καταθλιπτικό άτομο είναι από έλλειψη ευελιξίας και ικανότητας προσαρμογής. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που η καταθλιπτική συμπτωματολογία συχνά εμφανίζεται σε ένα άτομο σε μία κρίσιμη περίοδο της ζωής του, κατά την οποία απαιτείται μετάβαση από μία παλαιά κατάσταση ισορροπίας σε μία καινούρια π.χ. μετά το γάμο, τη γέννηση ενός παιδιού, την απώλεια εργασίας, το θάνατο ενός μέλους της οικογένειας, τη συνταξιοδότηση κοκ.
Αυτός ίσως να είναι και ένας από τους λόγους που η κατάθλιψη λαμβάνει τεράστιες διαστάσεις σήμερα σε σχέση με το παρελθόν, καθώς οι συνθήκες ζωής που έχουν πλέον διαμορφωθεί είναι ιδιαίτερα πολύπλοκες και αυτή η πολυπλοκότητα κάνει την ανάγκη για προσαρμογή και ευελιξία επιτακτική.
Στόχος λοιπόν της θεραπείας – αλλά και της πρόληψης – της κατάθλιψης δεν θα πρέπει μόνο να είναι η ανακούφιση του ατόμου από την εμφανιζόμενη συμπτωματολογία, αλλά η μύησή του σε έναν τρόπο σκέψης και δράσης που θα τον χαρακτηρίζει η δημιουργικότητα, η αυθεντικότητα και η ευελιξία.